- βολτάμετρο(ν)
- το ал. вольтаметр
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βολτάμετρο — Όργανο που επιτρέπει τη μέτρηση της ποσότητας ηλεκτρισμού με τη μέτρηση της μάζας του υλικού που ελευθερώνεται στα ηλεκτρόδια κατά την ηλεκτρόλυση. Τη δυνατότητα αυτής της μέτρησης δίνει ο νόμος του Φάραντεϊ, σύμφωνα με τον οποίο απαιτείται… … Dictionary of Greek
αντηλεκτρεγερτική δύναμη — Αντίρροπη ηλεκτρεγερτική δύναμη που δημιουργείται σε ορισμένες ηλεκτρικές συσκευές όταν παρεμβάλλονται σε ηλεκτρικά κυκλώματα. Η δύναμη αυτή προκαλείται σε όλες τις συσκευές κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος που αντιτάσσονται στη διέλευση του… … Dictionary of Greek
αποδέκτης — Το πρόσωπο ή η αρχή όπου απευθύνεται ένα τηλεγράφημα, ένα τηλεφώνημα, μία επιστολή κλπ. Έτσι λέγεται επίσης και o τελικός σταθμός προορισμού ενός τηλεγραφήματος, ενώ o ενδιάμεσος σταθμός που πιθανώς να το δεχτεί λέγεται ενδιάμεσος σταθμός… … Dictionary of Greek
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
κουλόμπ — Μονάδα μέτρησης του ηλεκτρικού φορτίου στο διεθνές σύστημα μονάδων MKSA Giorgi. Έχει σύμβολο Cb και ορίζει το ηλεκτρικό φορτίο που διέρχεται σε ένα δευτερόλεπτο μέσω της διατομής ενός αγωγού, διαρρεόμενου από ηλεκτρικό ρεύμα έντασης ενός αμπέρ.… … Dictionary of Greek
βολτόμετρο — βολτόμετρο, το και βολτάμετρο, το όργανο με το οποίο μετρούμε την τάση του ηλεκτρικού ρεύματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)